περσεύς

περσεύς
(Αστρον.). Αστερισμός του βόρειου ημισφαίριου, μέσα στον Γαλαξία, μεταξύ των αστερισμών της Ανδρομέδας και του Ηνιόχου, και σε μια περιοχή πλούσια σε αστρικά σμήνη. Αποτελείται από 136 αστέρες, ορατούς με γυμνό μάτι, και από τρία αστρικά σμήνη, που φαίνονται ως μικρά φωτεινά σημεία. Περιλαμβάνει επίσης μερικούς διπλούς και πολλαπλούς αστέρες, το νεοφανή το 1901, η λαμπρότητα του οποίου προσέγγισε το απόλυτο μέγεθος του 0, καθώς και πολλούς μεταβλητούς αστέρες, μεταξύ των οποίων σπουδαιότερος είναι ο Αλγκόλ (β Περσέα). Ο Αλγκόλ αποτελεί ένα σπάνιο είδος μεταβλητού αστέρα· διακρίνεται από τη σταθερότητα της μεταβολής που υφίσταται η λαμπρότητά του, από το μέγιστο ως το ελάχιστο, δηλαδή από το μέγεθος 2,3 μέχρι το μέγεθος 3,5, η οποία συντελείται σε περίπου 5 ώρες και αντίστροφα, ενώ η όλη διάρκεια της περιόδου της μεταβολής ανέρχεται σε 2 ημέρες και 11 περίπου. Οι περιοδικές αυτές μεταβολές της λαμπρότητας οφείλονται στην επισκίασή του από ένα σκοτεινό σώμα, που περιστρέφεται γύρω του· οι διαδοχικές αυτές επισκιάσεις επέτρεψαν για πρώτη φορά τη μέτρηση της περιόδου έκλειψης ενός διπλού αστέρα.
* * *
ὁ, Α
ονομασία ψαριού τής Ερυθράς Θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το προσηγορικό προέρχεται από το ανθρωπωνύμιο Περσεύς*. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. σχηματισμένη κατά τα ονόματα σε -εύς. Κατ' άλλους, τέλος, το ψάρι περσεύς ταυτίζεται με ένα είδος ψαριού που στα αραβικά ονομάζεται bohar. Ο τ. περσεύς εμφανίζει και παράλληλο τ. πέρσος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Περσεύς — a fish masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσεύς — (Αστρον.). Αστερισμός του βόρειου ημισφαίριου, μέσα στον Γαλαξία, μεταξύ των αστερισμών της Ανδρομέδας και του Ηνιόχου, και σε μια περιοχή πλούσια σε αστρικά σμήνη. Αποτελείται από 136 αστέρες, ορατούς με γυμνό μάτι, και από τρία αστρικά σμήνη,… …   Dictionary of Greek

  • Περσέων — Πέρσευς masc gen pl Πέρσης a throw on the dice masc gen pl (epic ionic) Περσεύς a fish masc gen pl (ionic) Περσέω̆ν , Περσεύς a fish masc gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσέως — Πέρσευς masc nom sg (epic ionic) Περσέω̆ς , Περσεύς a fish masc gen sg (ionic) Περσεύς a fish masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσεῖον — Περσεύς a fish masc acc sg Περσεύς a fish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσεῖς — Περσεύς a fish masc acc pl (ionic) Περσεύς a fish masc nom/voc pl (ionic parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέρσεις — Πέρσευς masc acc pl Πέρσευς masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέρση — Πέρσευς masc nom/voc/acc dual Πέρσευς masc acc sg Πέρσης a throw on the dice masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέρσης — Πέρσευς masc nom pl Πέρσευς masc nom/voc pl Πέρσης a throw on the dice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Персей миф. герой — (Περσεύς) у греков один из древнейших героев аргосского цикла, первоначально бог света, родственный Беллерофонту и Гераклу и близко стоявший к культу Зевса, Афины и Аполлона. По древнейшей феогонии, П. титан, брат Астрея и Палланта, супруг… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”